σιδηρόχρους

σιδηρόχρους
-ουν, Ν
(λόγιο επίθ.) αυτός που έχει το χρώμα τού σιδήρου, σιδηρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -χρους / -χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ὑαλό-χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορειχαλκόχρους — ουν αυτός που έχει το χρώμα τού ορειχάλκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορείχαλκος + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. σιδηρόχρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”