- σιδηρόχρους
- -ουν, Ν(λόγιο επίθ.) αυτός που έχει το χρώμα τού σιδήρου, σιδηρόχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -χρους / -χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ὑαλό-χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο].
Dictionary of Greek. 2013.